σωματότης

σωματότης
σωμᾰτότης, ητος, ,
A corporeality, S.E.M.3.85, Gal.19.482, Plot.2.4.12, Theol.Ar.5, Iamb.Protr.21.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σωματότης — corporeality fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματότης — ητος, ἡ, ΜΑ [σῶμα, σώματος] το να έχει κάτι ή κάποιος σώμα, σωματική υπόσταση …   Dictionary of Greek

  • σωματότητα — σωματότης corporeality fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματότητας — σωματότης corporeality fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματότητες — σωματότης corporeality fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματότητι — σωματότης corporeality fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματότητος — σωματότης corporeality fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”